Δεν έχει σημασία γιατί και πώς βρέθηκα εκεί μέσα. Περαστικός ήμουν έτσι κι αλλιώς. Δυο ντουζίνες γάτες μπαινόβγαιναν, άραζαν, χόρευαν και ας πούμε πως μία καφετιά με κάλεσε να μπω. Αυτή αργότερα μου είπε στο αυτί πως δεν συμπαθεί και πολύ κάποιες που προτιμούν να τρυπώνουν μέσα από ένα σπασμένο παράθυρο. Μα δεν την ένοιαζε στα σοβαρά. Κουτσομπολιό έκανε.
Μου είπε πως κάποιοι σαν και μένα, τις ταΐζουν από πονοψυχιά. Κάγχασε σχεδόν.
"Θεωρούν οι δόλιοι πως δεν βρίσκουμε φαγητό να φάμε. Φοβούνται πως θα μείνουμε νηστικές. Ας είναι... δεν τους κρατάμε κακία."
Μου είπε πως κάποιοι άλλοι πάλι, που μοιάζουν σαν και μένα, τις πετάνε που και που κανένα ξεροκόμματο, ίσα ίσα για να γυροφέρνουν στη γειτονιά και να τρομάζουν τα ποντίκια. Γέλασε σαρκαστικά ..."Πόσο κουτοί μπορεί να είναι φίλε μου χαζέ, αυτοί που σου μοιάζουν και πιστεύουν πως θα κάναμε έστω και το παραμικρό γι ' αυτούς!"
Κι ύστερα κάπως συνωμοτικά πρόσθεσε: "Θα σου πω κάτι και να μην το βγάλεις ποτέ από το μυαλό σου. Εμείς οι γάτες, είμαστε η μαφία του ζωικού βασιλείου. Δεν βάζουμε κανέναν μέσα στις υποθέσεις μας. Δεν μπλέκουμε καν με άλλα ζώα. Και πάντα κρατάμε ομερτά και λύνουμε τις μεταξύ μας διαφωνίες πίσω από την κουρτίνα. Το περισσότερο που θα επιτρέψουμε να φανεί ποτέ, είναι μερικές ακανόνιστες σκιές."
Την κοίταζα κάπως απορημένος. Σκεφτόμουν πως αν είναι έτσι αδιάφορες, σαρκαστικές, ειρωνικές, ιδιοτελείς, τότε γιατί τις αγαπούν πολλοί.
"Ξέρω τι σκέφτεσαι" με διέκοψε από τις σκέψεις μου.
"Αναρωτιέσαι γιατί μας αγαπάτε, τέτοιες που είμαστε. Μα είναι απλό κύριε υποτακτικέ μου. Οι γάτες είμαστε σαν το γλυκό φθινόπωρο, η προσμονή για τα Χριστούγεννα που πλησιάζουν. Είμαι μια ήσυχη χνουδωτή συγκάτοικος που τρώω δίπλα σου, σου διαβάζω στην αγαπημένη σου πολυθρόνα, σε νανουρίζω με μελωδικό χουρχούρισμα λίγο πριν σε πάρει ο ύπνος. Δίπλα δίπλα."
Σε ένα τρένο με λίγους επιβάτες, σε ένα βαγόνι με μια γάτα μόνο για συνταξιδιώτη, έκανα το πιο αξιομνημόνευτο ταξίδι μου μέχρι σήμερα.
{Ο Γάτος των Θεών σε περιγελά, ω γάτε των θνητών, των καταχθόνιων και φοβισμένων!}