Πέμπτη 14 Μαΐου 2020

Εκείνη και αυτή.

Εκείνη ταξίδεψε. Είδε μέρη διαφορετικά. Κουράστηκε.
Δεν έφταιγαν οι δρόμοι, ούτε και οι τόποι.

Εκείνη αγάπησε. Μπήκε σε ψυχές διαφορετικές. Κουράστηκε.
Δεν έφταιγαν οι άνθρωποι, ούτε και τα πάθη τους.

Εκείνη έζησε. Έκανε το χατήρι των αισθήσεων. Κουράστηκε.
Δεν έφταιγε ο πόθος, ούτε η χαρά κι η λύπη.


Αυτή κολυμπούσε ακόμα, ναι. Μα όχι σε θάλασσα βαθιά.
Σε λίμνη μικρή, ρηχή και ασφαλή, έλουζε τα μαλλιά της.

Αυτή ταξίδευε ακόμα, ναι.  Έμπαινε σε βαγόνια παλιά, πολυκαιρισμένα.
Τέτοια που.. ποτέ δεν ξεκινούσαν.

Αυτή ερωτευόταν ακόμα, ναι. Μα ήταν έρωτες κρυμμένοι μέσα στις ταινίες που παρακολουθούσε τα βράδια. Έρωτες δοσμένοι. Ούτε καν δανεικοί.

Αυτή - επειδή ρωτήσατε - τελικά ζούσε, ναι. Πότε προσπαθούσε να πιάσει τα κύματα , πότε χοροπηδούσε πάνω σε λευκά ανάλαφρα σύννεφα.


Εκείνη και αυτή. 
Ένα πρόσωπο που αλλάζει.


Αν την ρωτούσα, θα μου έλεγε πως "όταν συμμετέχεις στη ζωή, δεν τη βλέπεις και τόσο καθαρά.
Είτε σε παρασέρνει ο πόνος, είτε η χαρά. Ζήσε λιγάκι απομακρυσμένα, ανεπιτήδευτα, αδιάφορα, χωρίς να ζητάς, το τίποτα μόνο να περιμένεις".

https://www.yatzer.com/shirley-visions-of-reality-edward-hopper/slideshow/1

Κυριακή 10 Μαΐου 2020

Όχι η απόσταση. Εσύ.

Ξέρεις...
Κι αυτή η απόσταση δεν μπορεί να μας νικήσει.
Κι αυτή η διαφορά του χρόνου αποτυγχάνει πάντα απέναντι μας.

Το κενό, την άβυσσο, το τίποτα, την απόσταση, τον χρόνο, εμείς τα γεφυρώνουμε με ένα βλέμμα, με ένα άγγιγμα, με μία λέξη.
Γιατί για μας είναι εύκολο, αυτό που οι άλλοι δεν θα διάλεγαν ποτέ. 
Γιατί για μας υπάρχει η πληρότητα, εκεί που οι άλλοι δεν τη φαντάστηκαν ποτέ. 

Κοίτα πόσο μακριά μας κράτησαν!
Μα θα έρθω πάλι. 
Πάλι θα ξανάρθεις. 

"...κι όταν τους απομακρύνουν αποφορτίζονται, σβήνουν, παύουν να υπάρχουν, παλεύουν να αναπνεύσουν, ζουν σαν αυτόματα ρομπότ..." 
ποιος το 'γραψε αυτό;
εσύ; 

Οι αποστάσεις μικραίνουν.
Οι μέρες μεγαλώνουν.
"Κι ένας ήλιος πια που σου ζεσταίνει το δέρμα." 
Την ψυχή.
Εσύ.






Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

το βιβλίο με τις υπογραφές

Ένα βιβλίο στον προθάλαμο, στέκει μοναχό, σαν στόμα ανοιχτό και μ'ένα χαμόγελο πλατύ σε καλεί, σε περιμένει.


Παρακαλώ κύριε! 
Πρώτα υπογράφετε στο βιβλίο και μετά εισέρχεστε (μια και για πάντα).


Και μόλις υπέγραψαν έγιναν αγάλματα.
Ο χρόνος σταμάτησε να κυλά.
Άραγε τα αγάλματα να περπατούν;
Να στέκονται ακίνητα, ξεκούραστα, λουσμένα στη λιακάδα;

Μα τι είναι εδώ; Σαν σε μουσείο μου φαίνεται. Μουσείο χωρίς ταβάνι.
Κι αυτά τα αγάλματα, πιο επικίνδυνα μοιάζουν από όσο πραγματικά είναι.
Πόσο πολλά....
Σίγουρα κάποτε ταξίδεψαν πολύ.
Κάποιος μου είχε πει πως αυτό το μουσείο όλο και μεγαλώνει.
Σαν όποιος να μπαίνει, ποτέ να μην ξαναβγαίνει.

Δεν θέλω να στεναχωριέσαι.
Εκείνα τα αγάλματα δεν έχουν ονόματα. Ούτε δανεικά, ούτε δικά τους.
Ό,τι είχαν το άφησαν απ' έξω.
Άψυχα είναι. Άχρωμα. Δεν έχουν να σου πουν πια.
Σταματημένα σε μια στιγμή που μόνο οι ίδιοι αναγνωρίζουν. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ τους παιδιά ή γέροι. Σαν πέτρες όμορφα άμορφα λαξεμένες.


Αντίθετα.
Μια σκιά πίσω από ένα παράθυρο στέκει ακίνητη κι αυτή.
Μα είναι ζωντανή.
Από φωτιά φτιαγμένη.
Κάπου κοιτάει.
Κάτι θα περιμένει.
Κι αν τα αγάλματα δεν πεινούν ποτέ, η πείνα η δική της μπορεί να σε καταπιεί.