Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

ύπαρξη

Εκείνο το πρωινό της Δευτέρας, με ξύπνησε το τηλέφωνο. Ήταν ο Λουκάς στην άλλη άκρη της γραμμής. Μου είπε να περάσω από το γραφείο να πιούμε έναν καφέ. Είχαμε καιρό να τα πούμε.
Χασμουρήθηκα και σκέφτηκα άκεφα πως τώρα που δεν είχα το καθημερινό πρωινό ξύπνημα για την δουλειά, περίσσευε  αρκετός χρόνος για καφέδες. Θα μπορούσα να τους υποστώ.

Πηγαίνοντας για το γραφείο του Λουκά, πέρασα μπροστά από το ψιλικατζίδικο του Χάρη. Ο Χάρης, πίσω από το ταμείο, κατσουφιασμένος και σκεπτικός, έσκασε ένα χαμόγελο μόλις με αντίκρισε.
Αγόρασα ένα πακέτο τσιγάρα και ένα μπουκάλι γάλα για το δρόμο, είπαμε δυο κουβέντες για την κρίση και έφυγα, αφήνοντάς τον εκεί να συνεχίσει ανενόχλητος και κατσουφιασμένος να - προσποιείται πως - εργάζεται.

Έπρεπε να πληρώσω τη δόση του δανείου και έκανα μια στάση στην τράπεζα. Πάντα με εξυπηρετούσε ο φίλος μου ο Πάρης και με γλίτωνε από την βασανιστική "ουρά" στο γκισέ.
Μπαίνοντας στην τράπεζα, αντίκρισα τον Αλέξη, όρθιο και ανήσυχο, μόλις είχε τελειώσει από το ταμείο. Δεν μου χαμογέλασε, με χτύπησε φιλικά στον ώμο και μου είπε πως τον "έχωσε" η εταιρεία τελευταία στιγμή, να προλάβει κάποιες επιταγές πριν σφραγιστούν. Του είπα "υπομονή και δύναμη φίλε"  και τον άφησα να φύγει χωρίς να του χαλάσω την ψευδαίσθηση πως εργάζεται για κάποια εταιρεία και για κάποιο σκοπό.

Στο βάθος ο Πάρης μιλούσε στο τηλέφωνο, σχεδόν καθισμένος στο γραφείο του.
Μόλις με είδε, μου έκανε νόημα να καθίσω και να περιμένω μισό λεπτό να κλείσει το τηλέφωνο.
Μετά από δυο λεπτά, μου πήρε τον λογαριασμό από τα χέρια, πήγε πίσω από τον ταμεία, του είπε κάτι στο αυτί και επέστρεψε στην θέση του. Μου είπε πόσο λυπάται που με απέλυσαν, μου έδωσε κουράγιο και πρόσθεσε πως κανείς δεν χάνεται. Άκουσα τον εαυτό μου να απαντάει  "ευχαριστώ φίλε" και εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο του. Τον χαιρέτησα με ένα νεύμα και  προχώρησα προς την έξοδο της τράπεζας, αφήνοντάς τον με το ακουστικό στο αυτί, να - προσποιείται πως - εργάζεται.

Περπατώντας για το γραφείο του Λουκά, παρατηρούσα τριγύρω μου, τα κλειστά καταστήματα. Δύο κλειστά, ένα ανοιχτό..σε αναλογία.
Έφτασα στο γραφείο του Λουκά. Μου άνοιξε με ένα τεράστιο χαμόγελο και μια φοβερή διάθεση!
"Όλη η μέρα δική σου από σήμερα ρε μπαγάσα!"  κάγχασε!
"Άσε τις μαλακίες Λουκ και παρήγγειλε κανένα καφέ να ανοίξει το μάτι μας" του είπα δήθεν πειραγμένος.
Ήπιαμε τον καφέ, είπαμε για το τι σκέφτομαι να κάνω τώρα, συζητήσαμε για την γραμματέα του που πηδάει και τον υποψιάζεται η γυναίκα του,  ανέφερε πως αν χρειαστώ χρήματα κάποια στιγμή να μην διστάσω και... αφού πέρασε η ώρα  χαιρέτησα, αφήνοντας τον εκεί στο γραφείο του να κάνει πως εργάζεται.

Επιστρέφοντας για το σπίτι, συνάντησα στο μπακάλικο τον Άκη. Μου είπε πως το Σαββατοκύριακο θα  πάει στο εξοχικό του στην Χαλκιδική και πως θα του ήταν πολύ ευχάριστο να τον συνοδέψω και γω, να περάσουμε δυο μέρες στη φύση και φυσικά να ψαρεύουμε όλη μέρα. Αυτό ήταν το νόημα της ύπαρξής του και δεν το έκρυβε. Κάθε Σαββατοκύριακο πήγαινε στο εξοχικό του και παρίστανε πως ψάρευε. Σπάνια έπιανε κάτι, μα δεν έμοιαζε ντε και καλά πως τον ενδιέφερε να πιάσει ψάρια.
Του είπα πως θα πάω διήμερο στους γονείς μου και απέφυγα για άλλη μια φορά το Σαββατοκύριακο του ψαρέματος.

Μπήκα σπίτι, άναψα το μάτι της κουζίνας για να βράσω νερό και βγήκα στο μπαλκόνι να καπνίσω ένα τσιγάρο.
Στο απέναντι πάρκο, σε ένα παγκάκι, ένα ζευγαράκι με σχολικές τσάντες στους ώμους, παρίστανε το ερωτευμένο. Προσποιούνταν πως φιλιούνται και στο μεσοδιάστημα σίγουρα ψιθύριζαν υποτιθέμενες λατρείες και αγάπες.
Στην απέναντι πολυκατοικία, στον δεύτερο, η κυρά Γεωργία έπαιζε το ρόλο της νοικοκυράς τινάζοντας χαλιά, ενώ λίγο παραπάνω, στον τρίτο, δυο τύποι παρίσταναν τους εργάτες που προσπαθούν να περάσουν μια τεράστια τέντα περιμετρικά του διαμερίσματος.

Μπήκα μέσα, κάθισα στον καναπέ και άνοιξα την τηλεόραση. Μια ξανθιά με τακούνια υποδυόταν την παρουσιάστρια, την ίδια στιγμή  που στο διπλανό κανάλι, μια δημοσιογράφος μιμούνταν έναν πράσινο παπαγάλο, παρουσιάζοντας τις υποτιθέμενες ειδήσεις του μεσημβρινού δελτίου.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να 'ταν που αποφάσισα να αποδεχτώ την όλη απάτη. Μέχρι το μεσημέρι είχα φτάσει και δεν υπήρχε πια λόγος να προχωρήσει παρακάτω η μέρα. Αποφάσισα  αυτοστιγμή πως έπρεπε να αποσπαστώ από όλο αυτό. Θα περίμενα στην άκρη να με προσπεράσει όλη αυτή η ύπαρξη, ενώ εγώ θα την κοιτούσα απλά να φεύγει και να ξεμακραίνει. Και όταν θα ήμουν σίγουρος πως έφυγε, τότε και μόνο τότε θα ξανατρύπωνα στον εαυτό μου, αυθαίρετα και μυστικά, αποφεύγοντας να περάσω ξανά από την ίδια πόρτα εισόδου... για να δω πως πραγματικά είναι οι άνθρωποι και αυτά που τους περιτριγυρίζουν.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου